υπερτατικός

υπερτατικός
-ή, -ό, Ν
1. υπερτασικός
2. αυτός που προκαλεί υπέρταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ- τού τείνω, πρβλ. τάσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”